στόλιση

στόλιση
η / στόλισις, -ίσεως, ΝΜΑ [στολίζω]
νεοελλ.
στολισμός, διακόσμηση, καλλωπισμός («και τού σπιτιού την ομορφιά και στόλιση να δείξει», Ερωτόκρ.)
μσν.-αρχ.
ενδυμασία, ιματισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”